- προϊερώμαι
- -άομαι, Α1. εκτελώ εκ τών προτέρων τα καθήκοντα ιερέα ή ιέρειας2. θυσιάζω για λογαριασμό άλλων3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προϊερωμένηιέρεια που είχε αρμοδιότητα να εκτελεί τα σχετικά με τις θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἱερῶμαι «είμαι ιερέας»].
Dictionary of Greek. 2013.